λείτωρ

λείτωρ
λείτωρ, ορος, ,
A priest,

ἀρωγὸς λ. Ath.Mitt.12.283

([place name] Athens); λείτορες· ἱέρειαι (fort. ἱερεῖς), Hsch.; cf. λείτειραι, λειτορεύω, ὁμολείτωρ, λῃτῆρες, λήτωρ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λείτωρ — λείτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • λείτορες — λείτωρ priest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείτειραι — (Α) [λείτωρ] (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρειαι» …   Dictionary of Greek

  • λειτορεύω — (Α) [λείτωρ] ιερεύω, διατελώ ιερέας …   Dictionary of Greek

  • ομολείτωρ — ὁμολείτωρ, ορος, ὁ (Α) άτομο που επιτελεί δημόσια υπηρεσία μαζί με άλλους, συλλειτουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λείτωρ «ιερεύς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”